πολυαρμονιος

πολυαρμονιος
    πολυαρμόνιος
    πολυ-αρμόνιος
    2
    многоголосый
    

(ὄργανα Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πολυαρμονιος" в других словарях:

  • πολυαρμόνιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει πολλές αρμονίες, πολύφωνος («πολυαρμόνια καὶ πολύχορδα όργανα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρμόνιος (< ἁρμονία), πρβλ. παν αρμόνιος] …   Dictionary of Greek

  • πολυαρμόνιον — πολυαρμόνιος capable of being played upon in many modes masc/fem acc sg πολυαρμόνιος capable of being played upon in many modes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαρμόνια — πολυαρμόνιος capable of being played upon in many modes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»